- παραβαίνουσιν
- преступают
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
παραβαίνουσιν — παραβαίνω go by the side of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραβαίνω go by the side of pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνολισθάνω — και συνολισθαίνω Α 1. γλιστρώ και πέφτω μαζί 2. γλιστρώ μαζί με αυτό πάνω στο οποίο βρίσκομαι («συνολισθαίνει διὰ τῆς ἕδρας», Διόσκ.) 3. μτφ. παρασύρομαι μαζί με κάποιον («οὐ δεῑ συνολισθαίνειν αὐτοῑς παραβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν *… … Dictionary of Greek